Το δωμάτιο ήταν ζεστό, σκοτεινό και ήσυχο. Ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δεντράκι ήταν πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο. Σε μία μεγάλη παλιά πολυθρόνα καθόταν η μητέρα της. Φαινόταν να κοιμάται. Τα λευκά ανακατεμένα μαλλιά της μαρτυρούσαν πως πονούσε πολύ πάλι σήμερα και δεν μπορούσε να «συγυριστεί» όπως έλεγε. Κοίταξε αγχωμένα το στήθος της μέχρι να το δει να ανεβοκατεβαίνει. Ανακούφιση.
Εκείνη την ώρα η μητέρα της άνοιξε τα μάτια και της είπε: «γύρισες παιδί μου; Να σου βάλω να φ…». Πήγε να σηκωθεί αλλά το σώμα της δεν την ακολούθησε. Η κόρη της την καθησύχασε ότι δεν χρειαζόταν, δεν πεινούσε. Ήταν κι εκείνη μεγάλη πια. Ο γιατρός της βρήκε χοληστερίνη.
Άνοιξε την τηλεόραση. Εορταστικό πρόγραμμα Παραμονής Χριστουγέννων. Μισομεθυσμένοι θαμώνες, λαϊκά τραγούδια και μεγάλης ηλικίας τραγουδιστές που αγωνίζονταν να φαίνονται νεότεροι, ή έστω μη ξεπερασμένοι.
Η μητέρα της αναστέναξε. «Θυμάσαι» της είπε, «τα Χριστούγεννα παλιά, στο σπίτι; Ετοιμασίες, φαγητά, κόσμος, γλέντια. Πόσο λυπάμαι που δεν μπορώ να σου δώσω αυτήν τη χαρά πια. Να καταλάβεις γιορτές.»
Προσπάθησε να θυμηθεί. Προσπάθησε να στενοχωρηθεί για τώρα, να νοσταλγήσει. Μάταια. Θυμήθηκε κούραση και άγχος. Να τα προλάβουν όλα. Να είναι το σπίτι στην εντέλεια. Να υπάρχει περισσότερο φαγητό από όσο χρειαζόταν. Να ντυθούν και να φερθούν όπως έπρεπε. Να φαίνονται χαρούμενες. Να είναι φιλόξενες. Να είναι τέλειες οικοδέσποινες.
Θυμήθηκε τα κουτσομπολιά, τις ειρωνείες, τους δήθεν αγαπημένους συγγενείς που τις ξεχνούσαν μέχρι την επόμενη φορά που ήθελαν κάτι. Τις ανούσιες και βαρετές συζητήσεις. Τα ψεύτικα χαμόγελα, τις τυπικότητες. Τα πονεμένα πόδια, τον πονοκέφαλο, τις ατέλειωτες δουλειές μετά την επέλαση των καλεσμένων που τελείωναν με την επιστροφή στην καθημερινότητα. Θυμήθηκε τη μητέρα της να σηκώνεται αχάραγα για να μαγειρέψει και να κάνει δουλειές και να μην σταματά ως αργά το βράδυ. Ένιωθε άβολα στις γιορτές, σχεδόν ενοχικά. Λυπόταν τη μητέρα της που το είχε ανάγκη. Και το έκανε για εκείνη; Όχι, ποτέ δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Το υπέμενε για χάρη της. Δεκαετίες ολόκληρες.
«Θυμάμ…» ξεκίνησε να λέει γυρνώντας προς την μητέρα της, μα εκείνη ήταν ακίνητη με μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάζει το τίποτα. Πετάχτηκε όρθια και την ταρακούνησε αλλά δεν αντιδρούσε. Ο πανικός κυρίευσε το παγωμένο σώμα της που τώρα έτρεμε ανεξέλεγκτα. Ήθελε να φωνάξει βοήθεια. Η φωνή της είχε χαθεί. Ο αέρας είχε χαθεί. Αγωνιζόταν να αναπνεύσει, να σκεφτεί. Δεν είχε αέρα το δωμάτιο. Δεν είχε φωνή. Έτεινε το χέρι να πιάσει το κινητό της, όταν ένιωσε ένα άλλο χέρι στον ώμο της. Τινάχτηκε. Η μητέρα της την ακούμπησε ξανά απαλά: «Σήκω υπναρού, σου έφτιαξα καφέ. Έχω πολλές δουλειές σήμερα, μην σε πάρει ο ύπνος.»
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Κοίταξε το κινητό της. Το φως που έμπαινε από το παράθυρο. Το ζεστό, αγαπημένο πρόσωπο της μητέρας της. Τα καστανά περιποιημένα μαλλιά της. Τα μάτια της. Αυτά τα μάτια που γέμιζαν φως όταν την κοιτούσαν. «Κάθισε λίγο κοντά μου μαμά, θέλω κάτι να σου πω» της είπε. Την πήρε σφιχτά αγκαλιά, της έδωσε ένα φιλί, έκλεισε τα μάτια και άφησε το άρωμα της να την τυλίξει. Τα πιο υπέροχα Χριστούγεννα της ζωής της. Κι ήταν μόνο 15 Δεκεμβρίου.