Υπάρχουν κάποιες φορές που ξεκινάς για αλλού και αλλού καταλήγεις τελικά…
Κάπως έτσι έγινε και ένα απόγευμα που ξεκίνησα για να συναντήσω τον κλινικό ψυχολόγο- ψυχοθεραπευτή Δημήτρη Μπούκουρα στο γραφείο του, στο Κολωνάκι, με έτοιμες τις ερωτήσεις μιας ωραίας συνέντευξης στο κεφάλι μου. Όμως, μετά από τη δεύτερη -υπέροχη- απάντησή του, κατάλαβα ότι για να γράψω αυτό το κείμενο δεν θα χρειαζόμουν τίποτε άλλο. Ο κ. Δημήτρης Μπούκουρας, εκτός από την πόρτα του γραφείου του, μου άνοιξε και την πόρτα της καρδιάς του και μου εκμυστηρεύτηκε μια ιστορία απόλυτα αληθινή και απόλυτα προσωπική. Μια ιστορία ειλικρινή, χωρίς στολίδια, όμως και τόσο ρομαντική ταυτόχρονα. Πίσω στις γειτονιές του Πειραιά, στα χρόνια της φτώχειας, στα ιδιωτικά σχολεία και στη Σορβόννη…
Ο Δημήτρης Μπούκουρας με ταξίδεψε και μου χάρισε την ιστορία της ζωής του!
Kύριε Μπούκουρα, σας έχουμε ακούσει να αναφέρεστε στον Πειραιά και σε χρόνια φτωχικά ενώ, ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι φοιτήσατε σε ιδιωτικό σχολείο. Πώς ακριβώς συνέβη αυτή η αντίθεση;
Αυτό είναι κάτι για το οποίο μέχρι σήμερα ούτε και εγώ ο ίδιος δεν είμαι σίγουρος. Εμείς δεν είχαμε χρήματα… Μεγαλώσαμε με ψωμί ξερό και ντομάτα πελτέ! Γεγονός πάντως είναι, πως η μητέρα μου προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια και -από όσα κατάλαβα αργότερα- εκείνοι της έδιναν τα χρήματα για το σχολείο που φοιτήσαμε με την αδερφή μου.
Θα θέλατε να μας πείτε πώς σας γεννήθηκε η επιθυμία να σπουδάσετε ψυχολογία;
Ωραία ερώτηση! Είναι κάτι το οποίο θυμάμαι με πολλή ευχαρίστηση και χαρά… Όλα έγιναν επειδή είχα πάρα πολλές απορίες μικρός για τη συμπεριφορά μεταξύ του πατέρα και της μητέρας μου, επειδή τσακωνόντουσαν συνέχεια. Ο πατέρας μου ήταν νευρικό και επιθετικό άτομο και ήθελε να κυριαρχεί επάνω στη μητέρα μου. Εγώ, σαν νεαρό αγόρι, ένιωθα ότι η μητέρα μου ήταν θύμα και ότι έπρεπε να την προστατέψω. Νιώθοντας έτσι, είχα φοβερές απορίες, πολλές απορίες, γύρω από το γιατί η συμπεριφορά του πατέρα μου είναι αυτή που είναι και γιατί η συμπεριφορά της μητέρας μου είναι παθητική. Και όχι μόνο αυτό. Απορούσα όχι μόνο γιατί ο πατέρας μου ήταν τόσο επιθετικός αλλά και γιατί ήταν τόσο αδύναμος… Κατά βάθος, καταλάβαινα ότι η συμπεριφορά του ήταν αποτέλεσμα αδυναμίας, φόβου ή ενδεχομένως ανασφάλειας που ξεσπούσε στη μητέρα μου.
Φυσικά, ήταν και πολύ απόμακρος απέναντί μου. Δεν ήξερα αν με αγαπούσε. Ενώ η μητέρα μου ήξερα πως με αγαπούσε, για εκείνοv δεν ήξερα. Και δεν αναρωτιόμουν. Υπήρχε ένα μεγάλο κενό.
Σε ηλικία 17 ετών είδα σε μια εφημερίδα να διαφημίζεται ένα βιβλίο του Φρόυντ, το οποίο αφορούσε την ανθρώπινη συμπεριφορά. Έτρεξα να το βρω και, ψάχνοντας το συγκεκριμένο βιβλίο, βρήκα κι άλλα τα οποία είχαν απαντήσεις στις απορίες μου. Έτσι ξεκίνησα να διαβάζω κι όσο έβρισκα τις απαντήσεις που έψαχνα, τόσο αυτό με έκανε να αισθάνομαι καλύτερα.
Κάποια στιγμή, βοηθώντας τον πατέρα μου στο πρατήριο σιγαρέτων και ψιλικών που διατηρούσε και προμήθευε τα περίπτερα, έκανα μια παρατήρηση: Ότι ενώ τα χρόνια περνούσαν, οι γείτονες που υπήρχαν εκεί δεν άλλαζαν καθόλου! Ήταν πάντα ίδιοι… Και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Σκεφτόμουν ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να αλλάζουν… Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι εγώ δεν θα γινόμουν ποτέ έτσι, ότι εγώ θα γινόμουν κάτι διαφορετικό.
Έτσι, λοιπόν, μετά την εφηβεία αποφάσισα να σπουδάσω σε μια ιδιωτική σχολή ψυχολογίας που υπήρχε στην Ελλάδα. Έμαθα πολλά πράγματα και γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους, όμως είδα ότι οι ιδιωτικές σχολές δεν ήταν πανεπιστήμια και από εκεί δεν μπορούσες να έχεις αναγνώριση σαν επιστήμονας. Έτσι, πήρα την απόφαση να υπηρετήσω στον στρατό και μόλις τελειώσω να φύγω στο εξωτερικό, στη Γαλλία. Τότε, στο Παρίσι, το τεράστιο πανεπιστήμιο της Σορβόννης είχε χωριστεί σε 14 πανεπιστήμια με σπουδαίους καθηγητές, ώστε να μπορούν οι φοιτητές να έχουν πρόσβαση σε μια υψηλού επιπέδου παιδεία. Αφού έκανα την έρευνά μου, επέστρεψα στην Ελλάδα, παντρεύτηκα, έκανα ένα παιδί και κάποια στιγμή πήρα την οικογένειά μου και πήγαμε όλοι μαζί στο Παρίσι για να σπουδάσουμε μαζί, η σύζυγός μου και εγώ.
Εκεί, περνώντας από εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο μού έγινε ακριβώς η ίδια ερώτηση: «Γιατί ήθελα να σπουδάσω ψυχολογία». Και απάντησα πως προσπαθώντας να πάρω απαντήσεις στα προσωπικά μου ερωτήματα και διαβάζοντας, κατάλαβα ότι τα μυστήρια του ανθρώπινου ψυχισμού λύνονται, όμως δεν ήμουν βέβαιος, και έτσι, για τον λόγο αυτό, ήθελα να προχωρήσω στις σπουδές αυτές, για να γίνω αρτιότερος και να μάθω, να καταλάβω, να κατανοήσω περισσότερα… Μα κυρίως για να μάθω πώς μπορεί να βοηθηθεί ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε αδιέξοδο.
Οι σπουδές, φυσικά, ήταν συναρπαστικές. Πήρα όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματα που είχα από τις δικές μου προσωπικές εμπειρίες και από την οικογένειά μου. Το επόμενο ερώτημά μου ήταν: «Καλά, ο άνθρωπος είναι έτσι… Όμως μπορεί τελικά να βοηθηθεί και να αλλάξει;». Και βρήκα κι εκεί απαντήσεις. Και το λάτρεψα το επάγγελμά μου!
Στο κομμάτι της πρακτικής άσκησης επίσης υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον, κυρίως τις ώρες που πέρασα στην κλινική παίδων προσπαθώντας να κατανοήσω την ψυχολογία του ανθρώπου από την πρώτη- πρώτη στιγμή που γεννιέται. Και το τελευταίο υπέροχο κομμάτι της εμπειρίας της Σορβόννης ήταν ότι έκανα την ψυχοθεραπεία μου, την οποία υποχρεωτικά έπρεπε να κάνουμε όλοι, πρώτα σε ομαδικό και μετά σε ατομικό επίπεδο, δίπλα σε έναν κορυφαίο καθηγητή. Εκεί απογυμνώθηκα, άδειασα, απενοχοποίησα τον εαυτό μου, αγάπησα τον εαυτό μου και έτσι μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου και να είμαι πια σε θέση να πραγματοποιώ τους στόχους τους οποίους έθετα.
Τελειώνοντας τις σπουδές μας επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Το επάγγελμα του ψυχολόγου τότε ήταν άγνωστο στον κόσμο, όμως, παρά τις δυσκολίες είχα μια πολύ βαθιά επιθυμία να μιλήσω στον κόσμο για όσα έμαθα εγώ και που πίστευα ότι θα ήταν καλό όλοι να τα γνωρίζουν. Ήθελα να καταλάβει ο κόσμος τον άνθρωπο, την συμπεριφορά, τις αιτίες που δημιουργούν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Είτε αυτή είναι παρανοϊκή, είτε διαταραγμένη, είτε αψυχολόγητη, είτε αρρωστημένη. Γι’ αυτό και συμμετείχα σε συνέδρια, και έγραφα άρθρα σε εφημερίδες που παρακαλούσα να τα δημοσιεύσουν, μέχρι την στιγμή που απέκτησα τον πρώτο μου πελάτη, συστημένο από έναν συνάδελφο. Από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
Ήταν μια πολύ ωραία κουβέντα, κύριε Μπούκουρα! Σας ευχαριστούμε πολύ!
Και εγώ σας ευχαριστώ!
Αποχαιρετηθήκαμε και έφυγα με ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου! Δεν έχει τύχει να κάνω ποτέ ψυχοθεραπεία. Όχι πως δεν ένιωσα ποτέ την επιθυμία, αλλά πάντα με τρόμαζε η ιδέα ενός ψυχρού επιστήμονα απέναντί μου. Πού να φανταστώ ότι υπάρχουν τέτοιοι γλυκύτατοι επαγγελματίες σαν τον κύριο Μπούκουρα! Έτσι, μάλιστα, πάω!
Info: http://www.dimitrismpoukouras.gr/
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου ή μέρους αυτού από άλλο site/blog χωρίς την έγγραφη άδεια του Citygirls.gr
You must be logged in to post a comment.