Δεν θα μπορούσα να έχω διαλέξει καλύτερη μέρα να μιλήσω για την αναγνωστική εμπειρία μου από τον Βυθισμένο Ουρανό, το πρώτο μυθιστόρημα της Κικής Τσιλιγγερίδου (από τις εκδόσεις Bell) και το πρώτο βιβλίο της αστυνομικής τριλογίας της Στέλλας Άνταμς.
Μέρα βροχερή, μουντή, μία από αυτές του Γενάρη, ενός περίεργου και ανάκατου Γενάρη, όπου όλα μοιάζουν σαν να…αλλά δεν είναι τελικά. Όλα βαίνουν σε έναν δρόμο προφανή αλλά εν τέλει ανατρέπονται. Όλα υπό τη σκέπη της βροχής και όλα να βράζουν.
Αυτό είναι το κλίμα και η ατμόσφαιρα του βιβλίου. Η δική μου αίσθηση διαβάζοντάς το.
Στο οπισθόφυλλο λέει:
Λίγους μόλις μήνες μετά τον ερχομό της στην Ελλάδα από την Αμερική και τη μυστική αντιτρομοκρατική υπηρεσία του FBI στην οποία εργαζόταν, η αινιγματική τριανταπεντάχρονη με το λευκό δέρμα, τα κόκκινα μαλλιά και τα γυαλιά ηλίου που δεν βγαίνουν στιγμή από τα μάτια της, θα ψάξει για τον αινιγματικό δολοφόνο με τον δικό της ανορθόδοξο τρόπο.
Βίαιη, μονομανής, με μια ιδιαίτερη σεξουαλικότητα και καθόλου πολιτικά ορθή, η Στέλλα ‘Aνταμς δεν θα απαιτήσει μόνο από τους συνεργάτες της την άμεση διαλεύκανση της υπόθεσης, αλλά θα μπλεχτεί και η ίδια επικίνδυνα βαθιά σε αυτήν.
Την ίδια στιγμή που τα γρανάζια –και οι γάντζοι– του παρελθόντος της έρχονται όλο και πιο κοντά της. Για να τη συνθλίψουν.
Και ξεκινά μια ιστορία που περίτεχνα μας εισάγει απευθείας στον τόπο του εγκλήματος, αλλά και στην προσωπικότητα της ίδιας της κεντρικής ηρωίδας, της Στέλλας Άνταμς, περιγράφοντας εν συντομία την προηγούμενη ζωή της. Πρόκειται για ένα περίεργο πλάσμα, με εμμονές και πάθη, που τρέχει να ξεφύγει από το παρελθόν μα ταυτόχρονα το κουβαλά μαζί του. Η ίδια η Στέλλα είναι μία αντίφαση. Στον τρόπο που σκέφτεται, στον τρόπο που δρα. Η Τσιλιγγερίδου καταφέρνει να εντάξει αυτό το αντιφατικό στοιχείο, το ναι μεν αλλά και ίσως όχι, σε όλη την έκταση του βιβλίου, από τις σκέψεις της Στέλλας,
Ο σκύλος κοιμόταν έξω από το κουβούκλιο του φύλακα που εξακολουθούσε να είναι εξαφανισμένος. Ίσως κοιμόταν, ίσως είχε φύγει, ίσως δεν είχε έρθει τελικά ποτέ στη δουλειά του. Ίσως να μην υπήρχε ποτέ φύλακας εδώ, ή παρκαδόρος ή οτιδήποτε.
τις πράξεις των λοιπών ηρώων μέχρι τις αντιδράσεις του καιρού και του αστικού τοπίου.
Παρατήρησα την ιδιαίτερη ματιά της όσον αφορά στην αρχιτεκτονική της πόλεως, καθώς σε σημεία περιγράφει παραστατικά και διόλου τετριμμένα το περιβάλλον αστικό τοπίο. Είναι σαφές ότι πρόκειται για την πόλη της Αθήνας, όσο κι αν η αίσθηση που προσωπικά αποκόμισα είναι ότι θα μπορούσε κάλλιστα η ιστορία να εξελίσσεται σε όποια άλλη ευρωπαϊκή ή αμερικάνικη μεγαλούπολη.
Έξω η πόλη ήταν λουσμένη σε ένα υγρό σκοτεινό φως, μία κουρτίνα που προσπαθούσε να κρύψει την ασχήμια της. Χωρίς αποτέλεσμα.
Παράλληλα με την κεντρική ιστορία, που αφορά στον φόνο μιας γυναίκας, όπου εμπλέκονται ο βίαιος σύζυγος, ο κατ’ επάγγελμα εραστής, η άσπονδη φίλη, ένας πρώην σύντροφος και νυν φίλος, μια κληρονομία, και ανάμεσα στις ιδιαίτερες προσωπικότητες των συνεργατών της Στέλλας Άνταμς,
παρακολουθούμε τη δική της, την βαθύτερα εσωτερική ιστορία. Μέσα από απώλειες, θραύσματα, εικόνες, παραισθήσεις, λάμψεις, φόβους και ενοχές, μέσα από τα ιδιαίτερα και πάντα φορεμένα γυαλιά της αλλά και τα ανάστατα μαλλιά της, σκιαγραφείται μια περσόνα που δεν ξέρεις κατά πόσο θα ήθελες να την έχεις φίλη, σίγουρα όμως θέλεις πολύ να διαβάσεις και να καταλάβεις τι έχει στο μυαλό της και πώς θα διαχειριστεί τις ιστορίες στις οποίες εμπλέκεται.
Μέσα σε όλο το χάος, η Τσιλιγγερίδου παρομοιάζει τον κόσμο μας με ένα σύμπαν από μαριονέτες,
Κούκλα. Κουκλοθέατρο. Ο καλλιτέχνης της μαριονέτας. Οι άνθρωποι. Η ανθρωπότητα.
Και οι κλωστές. Οι εκατοντάδες, χιλιάδες κλωστές
όπως άλλωστε χαρακτηριστικά επιλέγει να παραθέσει πριν την εισαγωγή του βιβλίου της το απόσπασμα από το Όλα τα όμορφα άλογα του Κόρμακ ΜακΚάρθυ: Για μένα ανέκαθεν ο κόσμος υπήρξε περισσότερο ένα κουκλοθέατρο.
Αναφέρει, λοιπόν, σε σημείο της ιστορίας της : ένα στρεβλωμένο Χ, από όπου κρέμονταν εκατοντάδες, χιλιάδες κλωστές, ένα σμάρι από άπειρα νήματα που στην άλλη τους άκρη δένονταν με τα χέρια και τα πόδια και τα κεφάλια των ανθρώπων, κουνώντας τα όπως ήθελε κάθε φορά ο καλλιτέχνης, ή όπως του ερχόταν, ή όπως τιναζόταν στον ύπνο του, πότε δεξιά, πότε αριστερά, πότε έντονα, πότε αργά, πότε κατευθύνοντάς τα με ορμή και βία πάνω σε κάποιον άλλον και πότε χτυπώντας τα επάνω σε σκληρούς, αμετακίνητους τοίχους και σε ηλεκτροφόρα σύρματα, ή βουλιάζοντάς τα σε στάσιμα ή ορμητικά και αφρισμένα νερά.
Δεν παραλείπει να μιλήσει κοινωνικοπολιτικά χωρίς όμως διδακτισμό ή επίκριση, ως αναπόσπαστο κομμάτι μιας ιστορίας το πλαίσιο στο οποίο αυτή διαδραματίζεται. Η οικονομική κρίση, η ομοφοβία και το bullying, οι αποστασιοποιημένες ανθρώπινες σχέσεις,
και κοιτάχτηκαν κατάματα, και ήταν και των δυο τα μάτια στενεμένα και άγρια και κουρασμένα και μόνα, σαν τις πόλεις των ανθρώπων και σαν τους άγριους εκείνους καιρούς
ο ρατσισμός και η μετανάστευση. Όλα μέσα στην ιστορία, ως χαλί αυτής, πάνω στο οποίο διαδραματίζονται τα πάντα, με τη Στέλλα Άνταμς έτοιμη να ξεσηκώσει ο,τι κρύβεται από κάτω.
Πρόκειται για μια αστυνομική ιστορία, με στοιχεία νουάρ, με μια κεντρική ηρωίδα, κυνική και ενίοτε παρασυρόμενη από τον άστατο εσωτερικό της κόσμο, μια ιστορία άνετα αποδιδόμενη κινηματογραφικά, μια ιστορία -όπως πολύ σωστά λέει και ο τίτλος της- που κινείται κάτω από έναν βυθισμένο ουρανό.
Ο χρόνος είναι ένα έλασμα που κρατούν σφιχτά δυο παιδικά θεϊκά δάχτυλα. Όταν το αφήσουν, μπορεί να χωρέσει μέσα στις σπείρες του όλη τη φρίκη και όλο το αίμα του κόσμου. Όλη την τρέλα. Όλο το κακό.
Είχα τη χαρά να έχω το κείμενο στα χέρια μου πριν καν βγει στα βιβλιοπωλεία. Οι λέξεις αυτές γράφονται εν αγνοία της Κικής, και χωρίς καμία πρόθεση ωραιοποίησης της αναγνωστικής μου εμπειρίας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το βιβλίο αυτό με βρήκε σε μία περίοδο που ως ανάγνωσμα αναζητούσα το μυστήριο, τη δράση, την ταχύτητα. Και τα βρήκα όλα μέσα στην ιστορία της Στέλλας Άνταμς, στο πρώτο μέρος της τριλογίας. Ανυπομονώ και για τα επόμενα!
Καλή επιτυχία στην Κική και στη Στέλλα της και καλή αναγνωστική απόλαυση σε όλους εσάς!
You must be logged in to post a comment.