Τόπος: Ντουμπάι, λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Κάπου έξω στην έρημο, το ξυπνητήρι και το κινητό μου συγχρονισμένα, χτυπούν διαολεμένα. Με μισόκλειστα μάτια πανικόβλητη ψάχνω την πηγή του κακού, αντιλαμβάνομαι σε λίγα δευτερόλεπτα πως το stand by μου έχει αρχίσει και λαχανιασμένη πατάω τα πλήκτρα του τηλεφώνου μου. “Ναι παρακαλώ;” Στην άλλη γραμμή η γνώριμη φωνή του προγραμματισμού μου ανακοινώνει την πτήση μου. “Trivandrum, Ινδία, σε δύο ώρες ανοίγει η πύλη σου, σε χρειαζόμαστε άμεσα, βιάσου”. Μακαρίζω την τύχη μου γνωρίζοντας ότι για κάποιο περίεργο λόγο έχω ετοιμάσει βαλίτσα για εξωτικό προορισμό.
Ντύνομαι αστραπιαία και κατευθύνομαι στο διεθνές αεροδρόμιο του Ντουμπάι. Μετά από επτά χρόνια το ίδιο συναίσθημα γλυκιάς ανυπομονησίας πριν από κάποιο ανεξερεύνητο μέρος. Επιτέλους, ήρθε η ώρα να ανακαλύψω την ξακουστή Κέραλα, “God’s own land” που λένε οι ντόπιοι. Δεν τους αδικώ καθόλου, αφού το τοπίο είναι βγαλμένο από παραμύθι ή ακόμη καλύτερα από τις σελίδες του Σαλμάν Ρούσντι.
Συνηθισμένη να μην ακολουθώ την πεπατημένη, ψάχνω μέρη λιγότερο τουριστικά, εκεί που μπορώ πραγματικά να αφουγκραστώ τον παλμό της κάθε πόλης. Το προσωπικό του ξενοδοχείου μάς χαιρετά ενώνοντας τις παλάμες “Namaskar”, μας φοράει λουλουδένια στεφάνια και μας ανακοινώνει με πλατύ χαμόγελο την έναρξη του Onam! Τζακπότ, η τύχη είναι όντως με το μέρος μου σήμερα. Τελικά όχι μόνο θα δω αυτό το μικρό κομμάτι παραδείσου αλλά θα έχω την τιμή να συμμετέχω σε αυτή την τόσο σημαντική για τον Ινδουισμό γιορτή, το Onam.
Οι ετοιμασίες στην πόλη του Trivandrum ξεκινούν από νωρίς το πρωί αλλά η είσοδος σε επισκέπτες επιτρέπεται λίγο μετά τη δύση του ήλιου. Μικροπωλητές πικάντικου ποπ κόρν, μπαλόνια και λαμπάκια σε όλα τα χρώματα δεσπόζουν στο τοπίο. Κόσμος μιλιούνια από κάθε κατεύθυνση και οι φιδίσιοι δρόμοι ασφυκτιούν σε δευτερόλεπτα. Έχω μάθει από παλιότερη εμπειρία μου ότι στην Ινδία η έννοια “προσωπικός χώρος” δεν υπάρχει, απλά. Πολύχρωμα χρυσοκέντητα σάρι μας κατακλύζουν από παντού, γυναίκες άντρες και παιδιά μας κοιτούν με απορία αλλά και καλοσύνη.
Μυρίζω κλεφτά τα γιασεμιά στα εβένινα μαλλιά των εξωτικών αυτών γυναικών που κουνούν το κεφάλι τους ελαφριά δεξιά-αριστερά και μας προσκαλούν στην έναρξη των παραδοσιακών χορών. Η αυλαία σηκώνεται αργά και ο ήχος του ινδικού σιτάρ γεμίζει τον χώρο. Η ιδιαίτερη αυτή υψίφωνος τραγουδίστρια συνοδεύει το σιτάρ και τις απόλυτα συγχρονισμένες χορεύτριες.
Ένας χορός σχεδόν μυσταγωγικός, λέει κάθε φορά μία ιστορία, οι φορεσιές τους γλύφουν τη σκηνή και οι Κεραλίτισες κοπέλες λικνίζονται με χάρη που όμοια δεν έχω ξαναδεί. Στον αχανή αυτό χώρο οι Ινδουιστές τακτοποιούν με ευλαβική προσοχή πολύχρωμα λουλούδια στη σειρά και δημιουργούν παραστάσεις του Βίσνου και του Κρίσνα.
Μετά τη λήξη των παραδοσιακών χορών ιερείς κρατούν μικρά μεταλλικά σκεύη και χτυπώντας τα καλούν τους πιστούς σε προσευχή. Δύο γυναίκες μεγάλης ηλικίας με πλησιάζουν ντροπαλά και προσπαθούν να καταλάβουν από πού είμαι. Η μεγαλύτερη ακουμπάει δειλά την παλάμη μου και με ρωτάει σε σπαστά Αγγλικά εάν είμαι από την Ευρώπη. Η συζήτηση συνεχίζεται για λίγα λεπτά και τις ρωτάω που μπορούμε να πάμε την επόμενη μέρα. “Για να δεις την πραγματική Κέραλα πρέπει να φύγεις από την πόλη. Να πας στον ποταμό Neyyar”.
Έτσι και έγινε. Η πρόσκληση είναι πρόκληση και η παρέα μου σύσσωμη συμφωνεί. Το επόμενο πρωί ένα μικρό βαν αναλαμβάνει να μας μεταφέρει στο νοτιότερο σημείο της Ινδίας. Μετά από δύο ώρες αφόρητης ζέστης και μποτιλιαρίσματος βγαίνουμε επιτέλους από τη χαοτική πόλη. Κρύες καρύδες δίπλα στις βάρκες μας περιμένουν να τις ρουφήξουμε με λαιμαργία. Φοράμε τα σωσίβιά μας και πηδάμε στις βενζινοκίνητες στενόμακρες πιρόγες.
Ο οδηγός μας, ο κύριος Khan καπνίζει νωχελικά στην άκρη της βάρκας και προσπαθεί να καθησυχάσει τους ανήσυχους της παρέας λέγοντας πως ξέρει τον ποταμό χιλιοστό προς χιλιοστό. Σε ένα λεπτό η βλάστηση έχει πυκνώσει σε βαθμό όπου απομακρύνουμε κλαδιά με τα χέρια για να περάσουμε.
Τα νερά στραφταλίζουν κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο και κάπου στην άκρη ένα τοπίο από τεράστια ρόζ νούφαρα μας προϊδεάζει για τις εικόνες που πρόκειται να ακολουθήσουν. Ο Khan μου προσφέρει ένα και μου δείχνει το δέντρο απέναντι μας. “Κορμοράνος!”. Το σπάνιο αυτό πουλί δεν πτοείται από την εμφάνισή μας και ανοίγει ναζιάρικα τις μαύρες φτερούγες του, έτοιμο για φωτογράφιση.
Ακολουθούν χρυσές αμμουδιές γεμάτες παιδιά να πλατσουρίζουν στις όχθες και ντόπιους να λούζονται λίγο πιο πέρα. Όλοι μας χαιρετούν με φωνές και γέλια.
Κάπου στο τέλος του ποταμού βλέπω ένα μικρό εκκλησάκι με το άγαλμα της βρεφοκρατούσας στη κορυφή του.
Λέω μέσα μου “ευχαριστώ” και δίνω συνωμοτικά μία μπύρα στον Khan.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου ή μέρους αυτού από άλλο site/blog χωρίς την έγγραφη άδεια του Citygirls.gr
You must be logged in to post a comment.