«Οι τέσσερις εποχές της Μέλισσας», λοιπόν… Θα πρέπει να μιλήσω για αυτό το βιβλίο με λίγα λόγια, όμως πολλές φορές τα λόγια είναι πραγματικά λίγα για να περιγράψεις αυτό που αισθάνεσαι. Γιατί με τη Μέλισσα, αισθάνεσαι. Διαβάζεις, ταξιδεύεις, προβληματίζεσαι… Αλλά κυρίως αισθάνεσαι. Σκέφτεσαι, βέβαια, πολύ αλλά αυτό συμβαίνει κυρίως αφού έχεις κλείσει το βιβλίο και έχουν περάσει μερικές μέρες. Σαν να τρως σοκολάτα με γέμιση μέντας, ένα πράγμα… Εκεί που νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα ξαφνικά σκάνε πυροτεχνήματα δροσιάς μέσα στο μυαλό σου και καταλαβαίνεις ότι είχε κι άλλα να σου δώσει και πως κάποια πράγματα δεν τελειώνουν έτσι απλά, αλλά σε ακολουθούν και σε εντυπωσιάζουν εκεί που δεν το περιμένεις, όταν έρθει η ώρα, όταν ωριμάσουν και αποφασίσουν να ξεδιπλωθούν μέσα σου.
«Οι τέσσερις εποχές της Μέλισσας» είναι ένα βιβλίο από το οποίο φαίνεται να μην μπορεί να γλιτώσει κανείς, φτιαγμένο για να αγαπηθεί όπως και οι πρωταγωνιστές του. Άρτιο και μαγευτικό όπως η ίδια η Μέλισσα που από την στιγμή που το κλείνεις, σου έχει λείψει ήδη… Είμαι σίγουρη πως η ανάγνωση αυτού του βιβλίου θα είναι για όποιον το διαβάσει το ίδιο δυνατή εμπειρία όσο ήταν και για εμένα, όπως επίσης και η συνέντευξη που έδωσε για το Citygirls.gr ο συγγραφέας, Κυριάκος Αθανασιάδης.
Πώς και πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την συγγραφή; Υπάρχει πραγματικά η στιγμή που λέει κανείς, «Θα γίνω συγγραφέας;» ή είναι κάτι που σε παίρνει από το χέρι και σε πηγαίνει μόνο του;
Κ.Α.: Μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως το δεύτερο δεν μπορεί να συμβεί σε κανέναν, θα ήταν κάπως… τρομακτικό. Από την άλλη, αυτή η στιγμή, που λέτε, είναι πιθανόν μία σειρά από στιγμές, γεγονότα και αποφάσεις που παίρνει κανείς σε μία μακρά περίοδο της ζωής του. Καταρχάς ζηλεύεις έντονα τους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από τα αγαπημένα σου βιβλία. Έπειτα, προσπαθείς να τους μιμηθείς, ή απλώς να παίξεις με το υλικό και τα εργαλεία που σου προσφέρουν – δειλά ή με περισσότερη τόλμη, ή και με θράσος, δεν έχει σημασία. Κάποια άλλη στιγμή ίσως αισθανθείς αρκετά ώριμος, ή αν θέλετε «έτοιμος», να δώσεις κάπου για δημοσίευση ένα μικρό κομμάτι σου, κάποιο διήγημα ας πούμε, ή μία μικρή ποιητική σύνθεση. Σε ένα περιοδικό, ηλεκτρονικό κατά πάσα βεβαιότητα πλέον. Με το πέρασμα του καιρού, ίσως καταφέρεις ακόμη-ακόμη να γράψεις κάτι ολοκληρωμένο, είτε αυτό είναι μια νουβέλα, είτε μία συλλογή διηγημάτων που έχουν έναν κοινό τόπο μεταξύ τους, και ίσως την προτείνεις για έκδοση σε έναν ή περισσότερους εκδότες. Το βιβλιαράκι αυτό μπορεί να βγει εντέλει, ή και όχι. Εάν πράγματι εκδοθεί (και εννοώ υπό μορφήν βιβλίου, όχι e-book που θα διακινείς προσωπικά από φίλο σε φίλο ή από βιβλιοφιλική ομάδα σε βιβλιοφιλική ομάδα – αυτά είναι κάπως διαφορετικά πράγματα), καταλαμβάνεσαι από δέος. Λες, «Τα κατάφερα». Μα ξέρεις πως δεν είσαι συγγραφέας, δεν είσαι με τίποτε συγγραφέας, κι ας βλέπεις το πρόσωπό σου στο αυτί του βιβλίου, και τις δυο αράδες του βιογραφικού σου από κάτω. Ή και αποσπάσματα από κριτικές σιγά-σιγά (φίλων και γνωστών κυρίως, ή φιλικών προς τον εκδότη σου Μέσων) που εμφανίζονται εδώ κι εκεί με επαίνους και κολακευτικά σχόλια. Όμως δεν είσαι, ξαναλέω, και κατά βάθος το ξέρεις καλά. Αρχίζεις σιγά-σιγά να γίνεσαι όταν αυτό επαναληφθεί, και «ξαναεπαναληφθεί», και γίνεσαι πράγματι όταν το θεωρείς, και είναι, υποχρέωσή σου να το κάνεις. Ο συγγραφέας υποχρεούται να γράφει για να εκδίδει και να αρέσει. Εκείνη τη στιγμή είναι που λες, όχι «Θα γίνω συγγραφέας», αλλά: «Έγινα συγγραφέας». Και τότε ξεκινά το δεύτερο μέρος του ταξιδιού: το να γίνεις επαγγελματίας συγγραφέας.
Η αλλαγή της χώρας, των παραστάσεων και του κοινωνικού περιβάλλοντος έχουν επηρεάσει τον τρόπο που γράφετε, σκέφτεστε και εμπνέεστε ή ο συγγραφέας έχει τελικά όλα τα εργαλεία μέσα του και τα χρησιμοποιεί με τον ίδιο τρόπο όπου και αν βρίσκεται;
Κ.Α.: Τα εργαλεία τα παρέχουν οι αναγνώσεις σου. Και μάλιστα κυρίως αυτές που κάνεις σήμερα, όχι ο Ντοστογιέφσκι και ο Κάφκα που διάβαζες στα δεκάξι σου. Ο τόπος όπου μένεις σε καθορίζει ασφαλώς, αλλά ο τόπος δεν είναι πολλά περισσότερα από ένα τοπίο, κάτι που βλέπεις από το βαγόνι του τρένου, για να το πούμε έτσι. Πάντα γράφουμε χρησιμοποιώντας το υλικό των βιβλίων που διαβάζουμε – κατά 90%, αν θέλετε. Το να ζεις όμως σε μία χώρα καθαρή, με καλά Μέσα Μαζικής Συγκοινωνίας και χωρίς βία στους δρόμους (για να αναφέρω τρία απλά, καθημερινά παραδείγματα) σου προσφέρει ένα σωστό, αν μου επιτρέπετε, ένα όμορφο περιβάλλον σιγουριάς ή και αυτοπεποίθησης ακόμη για να γράψεις. Αντιθέτως, όταν ζεις σε ένα οχληρό περιβάλλον, όταν ανατινάζεται το ΑΤΜ της γειτονιάς σου ή όταν τάγματα εφόδου τύπου SS σπάνε τζαμαρίες καταστημάτων κάθε απόγευμα, όταν τα πανεπιστήμιά σου είναι πράγματα που σε κάνουν να ντρέπεσαι και να αποστρέφεις το βλέμμα, απλώς είσαι ένας δυσαρεστημένος πολίτης που τρώει πολύ από τον χρόνο του πασχίζοντας να ανακουφιστεί από πράγματα όπου αλλού είναι δεδομένα. Κανείς χρειάζεται άριστες, κατά το δυνατόν, συνθήκες για να γράψει – και στην προσωπική του ζωή, και στο περιβάλλον του. Ακούγεται δύσκολο, και ανέφικτο, αλλά έτσι είναι δυστυχώς. Οτιδήποτε άλλο δεν είναι παρά ένα μεγάλο εμπόδιο. Τα εμπόδια δεν μας βοηθούν, δεν είναι σύμμαχοί μας, ούτε στο γράψιμο, ούτε πουθενά.
Έχετε σκεφτεί να γράψετε ή να μεταφράσετε βιβλία σας για το τσέχικο κοινό;
Κ.Α.: Όχι, και δεν το βλέπω για τα επόμενα πολλά-πολλά χρόνια, δεν ξέρω καθόλου τους Τσέχους, παρότι απολαμβάνω τη διαμονή μας στην Πράγα. Είμαι 100% δεμένος με την Ελλάδα και τη γλώσσα της, και δεν νομίζω να αλλάξει αυτό. Αλλά η πόλη εδώ θα γίνει σκηνικό των βιβλίων μου πολύ σύντομα. Ήδη το μυθιστόρημα που σχεδιάζω για το δεύτερο εξάμηνο του 2019 θα διαδραματίζεται (και) εδώ. Και στη συνέχεια, γεροί να ’μαστε, κι άλλα.
Πόσο αληθινό πρόσωπο έχει υπάρξει τελικά η Μέλισσα και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές της ιστορίας της;
Κ.Α.: Είναι εκατό τοις εκατό αληθινοί όλοι τους, με τη σημείωση ότι πάντα οι ήρωες των βιβλίων (πολύ συχνά ακόμη και των βιβλίων του Φανταστικού, αυτών που διεθνώς λέμε Speculative Fiction) είναι συμπιλήματα ανθρώπων που υπήρξαν ή που εξακολουθούν να υπάρχουν. Η «Μέλισσα» είναι ένα βιβλίο που πατά πολύ στον ρεαλισμό, έχει πολλή έρευνα από πίσω της (που ελπίζω να μη φαίνεται) και αφορά εντελώς πραγματικούς χαρακτήρες και τύπους ανθρώπων. Και ο τόπος είναι εκατό τοις εκατό πραγματικός, μολονότι δεν κατονομάζεται – και μολονότι δεν τον έχω καν επισκεφτεί. Όλα όσα διαβάζουμε στις σελίδες της «Μέλισσας» είναι αλήθεια, ή θα μπορούσαν να είναι. Δεν το λέω μόνο εγώ, αλλά και αρκετοί αναγνώστες από εκείνα τα νησιά που έτυχε να τη διαβάσουν. Σχεδόν είδαν τον εαυτό τους μέσα – ή τους πατεράδες και τους παππούδες τους. Κι αυτό είναι πολύ συγκινητικό και μεγάλος έπαινος.
Ούτε για μια στιγμή μέσα στο βιβλίο σας δεν υπάρχει η υπόνοια από βασικούς ή ακόμη και από δευτερεύοντες χαρακτήρες πως η Μέλισσα και η ίδια η ύπαρξή της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υπαίτια για όσα συνέβησαν στις ζωές όλων αυτών των ανθρώπων. Είναι ο τρόπος που η Μέλισσα συνέπαιρνε τον κόσμο ή είναι ο τρόπος που θα θέλατε εσείς να σκέφτεται ο κόσμος στην πραγματικότητα;
Κ.Α.: Μου άρεσε πολύ η ιδέα να περιστρέφονται τα πάντα γύρω από ένα αγαθό πλάσμα που δεν σκέφτεται ποτέ το κακό. Η Μέλισσα είναι αυτό που είναι, ένα όμορφο κορίτσι γεμάτο αθωότητα και αγάπη, αλλά πράγματι μπορεί και ξεσηκώνει τεράστια πάθη. Ξέρετε, αυτό συμβαίνει με τον καθένα μας. Όλοι μπορούμε να είμαστε «Μέλισσες», και ο κόσμος που ξεδιπλώνεται από μέσα μας (αυτό που βλέπουμε σαν σύμπαν με εμάς και μόνο εμάς στο κέντρο του) είναι ο δικός μας κόσμος, ο κόσμος που δημιουργείται επειδή, και μόνο, είμαστε εμείς εκεί.Είμαστε συναρπαστικοί. Είμαστε όμορφοι. Μπορούμε να κατακτήσουμε τα πάντα. Και δεν χρειάζεται ποτέ μα ποτέ να ζούμε με σκυφτό το κεφάλι, όσο αντίξοες και αν είναι οι συνθήκες γύρω μας. Οφείλουμε να ονειρευόμαστε και να παλεύουμε για να πραγματοποιούμε τα όνειρά μας.
Όλες οι συμπεριφορές των ηρώων, ακόμη και οι πιο σκληρές, περνάνε μέσα από ένα πρίσμα αγάπης. Κανείς δεν είναι πραγματικά κακός στις «Τέσσερις Εποχές της Μέλισσας». Γιατί έχετε επιλέξει να τους παρουσιάσετε με αυτό τον τρόπο;
Κ.Α.: Ναι, πράγματι. Θα σας πω γιατί: γιατί οι καταστάσεις που ζουν, ο χρόνος, ο τόπος, η εποχή, το παρελθόν τους, όλα αυτά (που είναι και ο κύριος, πλην της ίδιας τής Μέλισσας, πρωταγωνιστής του βιβλίου) είναι ο «κακός», ο «villain» του μυθιστορήματος. Το μικρό νησί με τους ελάχιστους πόρους, που καταδικάζει τους κατοίκους του σε μία ζωή στερήσεων, υλικών και όχι μόνο, είναι ο «πραγματικά κακός» χαρακτήρας. Τόσο, μάλιστα, που το βιβλίο δεν σήκωνε άλλον. Ο τόπος είναι μοιραίος, και αποκαλυπτικός. Και οι άνθρωποι, τόσο η εύθραυστη Μέλισσα όσο και όλοι οι άλλοι (από τον σκληρόκαρδο, ζηλόφθονα και εκδικητικό μεγάλο αδελφό της μέχρι τον τρελό του χωριού, τον «μάντη», ή τον μέθυσο παπά), είναι «καλοί» με τον τρόπο τους ο καθένας. Ακόμη και κακό που κάνουν κάποιοι, το κάνουν από ψυχικό καταναγκασμό και αγάπη. Ήθελα ο αναγνώστης να ταυτίζεται συνολικά με τους ήρωές μου – με τη Μέλισσα κυρίως βέβαια, αλλά και με όλους τούς υπόλοιπους: να τους συμπονά.
Όλοι κατά βάθος είμαστε καλοί και ταυτοχρόνως τρομερά πληγωμένοι, όλο μπαλώματα, τόσο στα βιβλία όσο και στη ζωή.
Είναι συγκλονιστικό το πόσο ζωντανά παρουσιάζετε τον κάθε ένα χαρακτήρα του βιβλίου σας, ακόμη και το πιο ανεπαίσθητο βλέμμα τους, αυτό που μας κάνει να καταλαβαίνουμε ακόμη και τις πιο κρυφές τους σκέψεις ή ακόμη και την ανάσα τους που πολλές φορές μάς κάνει να τους αισθανόμαστε ολοζώντανους μπροστά μας. Αυτό είναι τεχνική που διδάσκεται, εμπειρία που έρχεται με την εξάσκηση και τον χρόνο ή αγάπη και κατανόηση για τον κάθε ένα πρωταγωνιστή ξεχωριστά; Και πώς αισθάνεστε εσείς μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία;
Κ.Α.: Να είστε καλά που τα λέτε αυτά, είναι πολύ ευγενικό – και κολακευτικό βέβαια. Σας ευχαριστώ. Νομίζω πως κυρίως έχουμε να κάνουμε με τις συνθήκες του ρεαλισμού, καμιά φορά και του «φωτορεαλισμού», αν θέλετε, που χρησιμοποιώ. Με ενδιαφέρει πολύ να αποτυπώνω με ακρίβεια το κάδρο και να «νιώθω» όσα νιώθουν οι ήρωές μου. Γράφοντας, διαβάζεις στον υπερθετικό βαθμό. Αυτό είναι όλο κι όλο η συγγραφή. Πρέπει κανείς να αισθάνεται όσα συμβαίνουν, να τα καταγράφει πιστά και με ζέση, και με τις σωστές «ανάσες», ώστε να αποτυπώνονται και στο μυαλό του αναγνώστη. Οπωσδήποτε βέβαια όλα αυτά είναι τεχνικές που διδάσκονται και που πρέπει να προσπαθούμε να τις οξύνουμε διαβάζοντας, γράφοντας και σβήνοντας διαρκώς. Το γράψιμο είναι μία επίπονη, άχαρη διαδικασία, που προϋποθέτει αφοσίωση, πολλές ώρες καθημερινής μοναξιάς και πέταμα άπειρων λέξεων. Και όλο αυτό χωρίς Σαββατοκύριακα και αργίες.
Με ποιον χαρακτήρα του βιβλίου σας ταυτίζεστε περισσότερο και γιατί;
Κ.Α.: Με τη Μέλισσα. Γιατί είναι η βασική, κεντρική μου ηρωίδα και χωρίς αυτήν τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε γεννηθεί. «Η Μέλισσα είμαι εγώ», θα λέγαμε χαριτολογώντας και μιμούμενοι τον στόμφο των παλαιοτέρων δασκάλων.
«Οι τέσσερις εποχές της Μέλισσας» είναι αφιερωμένες στη σύντροφό σας, Κική Τσιλιγγερίδου. Υπάρχει κάποιος λόγος που επιλέξατε να αφιερώσετε αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο;
Κ.Α.: Ο ίδιος για τον οποίο θα έπρεπε να της αφιερώσω και το επόμενο μυθιστόρημά μου – που ακόμη δεν έχω αρχίσει να γράφω, μα που είναι σε αρκετά καλό σημείο προσχεδιασμένο: μολονότι είναι αυτή που είναι, ένας τόσο όμορφος και χαρισματικός άνθρωπος, μολονότι είναι άριστη επαγγελματίας και ασχολείται σε πολύ υψηλό επίπεδο με ένα σωρό πράγματα, προλαβαίνει και με στηρίζει με κάθε δυνατό τρόπο, διαρκώς. Είμαι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος. Κάθε μέρα τσιμπιέμαι πριν πιάσω δουλειά.
Σας ευχαριστώ πολύ και σας εύχομαι τα καλύτερα για τις “Τέσσερις Εποχές της Μέλισσας”. Ανυπομονούμε για το επόμενο!
Κ.Α.: Εγώ σάς ευχαριστώ. Και εύχομαι τα καλύτερα για το σάιτ σας. Ελπίζω να πάει όσο καλά προσδοκάτε, και ακόμη παραπάνω.
Οι “Τέσσερις Εποχές της Μέλισσας” κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός και μπορείτε να τις βρείτε online εδώ
You must be logged in to post a comment.